- αλφός
- ο (Α ἀλφός)(λέγεται για το χρώμα τού προσώπου τών λεπρών) λευκός, υπόλευκος ή αυτός που έχει λευκές κηλίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλφὸς συνδέεται πιθ. ετυμολογικά με την ΙΕ ρίζα *al- «λευκός, στιλπνός» και είναι συγγενής με τα λατ. albus, ουμβρ. alfu. Τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική η λ. ἀλφὸς περιορίστηκε στη σημασία τού «υπόλευκος», ενώ για τη σημασία τού «λευκός» χρησιμοποιήθηκε η λ. λευκός. Παρεκτεταμένη -με πρόσφυμα -d-- μορφή τής αρχικής ρίζας *al- χρησιμοποιήθηκε στη Γερμανική και τη Σλαβική για να δηλώσει τον «κύκνο» — πρβλ. αρχ. γερμ. albiz, αρχ. σλαβ. lebedĭ «κύκνος». Σε παρεκτεταμένη μορφή της ρίζας *al-σε *albh- (ελλην. αλφ-) ανάγονται πλην τού ἀλφὸς και ονόματα ποταμώνπρβλ. Αλφειός, λατ. Albula, Albis. Με τη λ. ἀλφὸς συνδέεται πιθ. και η λ. Alpes (Άλπεις, όρη) από τη λευκότητα τού χιονιού που τίς σκεπάζει. Το στοιχείο -bh- (πρβλ. ελλην. -φ-) εμφανίζεται επίσης σε επίθετα που δηλώνουν γενικά χρώμα (πρβλ. ομηρικό ἄργυφος «λευκός»).ΠΑΡ. αρχ. ἀλφώδης νεοελλ. αλφικός, αλφισμός.ΣΥΝΘ. αλφοπρόσωπος].
Dictionary of Greek. 2013.